- οφιόσπαρτος
- ὀφιόσπαρτος και ποιητ. τ. ὀφιόσπρατος, -ον (Α)αυτός που γονιμοποιήθηκε ή γεννήθηκε από φίδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + σπαρτός (< σπείρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… … Dictionary of Greek